Φωτογραφίες

Επισκεφθείτε τη σελίδα της πρωτοβουλίας

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Ενημερωτικό δελτίο Νο 8 - 22 Γενάρη 2013



Θέμα: Τοποθέτηση του Δ.Σ. για το νόμο: "Ειδική Αγωγή & εκπαίδευση ατόμων με αναπηρία ή με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες"

Συνάδελφοι, συναδέλφισσες,
            Το Διοικητικό Συμβούλιο, θεωρώντας σημαντικό να προσεγγίσει πλευρές της λειτουργίας του σημερινού σχολείου και νηπιαγωγείου, ξεκινά μια προσπάθεια συναντήσεων ανατροφοδότησης του Δ.Σ. με τα μέλη του, προσπαθώντας να δει τις επιπτώσεις, τις δυσκολίες και τις προοπτικές του νομοθετικού πλαισίου στην Ειδική Αγωγή.
Για το σκοπό αυτό, πραγματοποιεί σύσκεψη την Πέμπτη 24 Γενάρη 2013 και ώρα 18.00, στα γραφεία του Συλλόγου, προσκαλώντας όλους τους συναδέλφους και συναδέλφισσες, δασκάλους, νηπιαγωγούς ειδικότητες και επιστημονικό εκπαιδευτικό προσωπικό και όλους τους συναδέλφους, προκειμένου να ανταλλάξει απόψεις και να καθορίσει  το διεκδικητικό πλαίσιο για τα τοπικά δεδομένα.
            Οι συνάδελφοι του ειδικού σχολείου, των τμημάτων ένταξης του ΚΕΔΔΥ και κάθε συνάδελφος πρέπει και μπορεί να πάρει μέρος στη σύσκεψη καταθέτοντας την άποψη του και βοηθώντας  στην πληρέστερη διαμόρφωση του τοπικού διεκδικητικού πλαισίου, που θα έχει να κάνει με το ειδικό σχολείο οργανικότητα, προσωπικό, επιστημονικές ειδικότητες, υλικοτεχνική υποδομή κλπ. Λειτουργία τμημάτων ένταξης, προβλήματα και προοπτικές τους. ΚΕΔΔΥ λειτουργία και επάνδρωσή του με επιστημονικό και εκπαιδευτικό προσωπικό.

ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ του ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΜΟ:
«ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗ & ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ Ή ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ»
3699/2-10-2008 Α.Φ. 199
ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΜΟ «ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ» Άρθρο 39

Ο νόμος για την Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση δεν αναγνωρίζει και δεν αντιμετωπίζει ουσιαστικά το εκπαιδευτικό πρόβλημα των παιδιών με ειδικές ανάγκες. Κινείται στο γράμμα και στο πνεύμα των προηγούμενων αναχρονιστικών νόμων (2817/2000, 3194/2003), των νομοθετημάτων για υποτυπώδη ειδική αγωγή, με άλλοθι την «αποασυλοποίηση» και το υποκριτικό ενδιαφέρον για δήθεν ένταξη των μειονεκτούντων παιδιών στα «κανονικά» εκπαιδευτικά συστήματα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο νόμο, κύριος στόχος είναι «η ολοκληρωμένη και συνεχής εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρία και η επαγγελματική τους ενσωμάτωση» (Αιτιολογική Έκθεση), γεγονός που αποδεικνύει πως το πραγματικό ενδιαφέρον της κυβέρνησης είναι να προχωρήσει η Διά βίου Μάθηση και να γενικευτεί η απασχολησιμότητα ακόμα και σε ιδιαίτερα ευαίσθητους τομείς όπως η Ειδική Αγωγή.
Ο νόμος κινείται στο γράμμα και στο πνεύμα των κατευθύνσεων της Ε.Ε., οι οποίες υπαγορεύουν τον περιορισμό στο ελάχιστο των απαραίτητων ειδικών παροχών στα άτομα με αναπηρία και την ένταξή τους στο γενικό εκπαιδευτικό σύστημα (Αιτιολογική Έκθεση, σελ. 2), με άλλοθι την «ενταξιακή πολιτική» των ίσων ευκαιριών, της λειτουργικότητας και της συμμετοχής του ατόμου με αναπηρία, ανεξάρτητα από το είδος ή την προέλευση της αναπηρίας καθαυτής (Αιτιολογική Έκθεση).

Βασικά στοιχεία του είναι:
Η υποχρεωτικότητα, όπως δηλώνεται στο νόμο, είναι μόνο προπαγανδιστική και εγείρει άμεσα το ερώτημα σε ποιες δομές, ποια προγράμματα, με τι προσωπικό και υπό ποιες επιστημονικές προσεγγίσεις θα πραγματωθεί, ώστε να μην αποτελεί απλά μια ευχή, αλλά να στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του ζητήματος ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης. Στην ουσία, όταν η υποχρεωτικότητα δε συνδυάζεται με την αποκλειστικότητα των δημόσιων και δωρεάν παροχών, σε συνδυασμό με τη διαπιστωμένη υποβάθμιση, την εκποίηση και το μαρασμό των κρατικών δομών (ΚΕΑΤ, ΕΙΚ κ.λπ.) ως απόρροια των μέχρι σήμερα ασκούμενων κυβερνητικών πολιτικών, ανοίγει διάπλατα το δρόμο στις επιχειρήσεις και σε διάφορους «φιλάνθρωπους» φορείς για να κερδοσκοπήσουν εις βάρος των αναπηριών των ΑμΕΑ.
Ο εξωραϊστικός μανδύας της υποχρεωτικότητας είναι γνωστός ήδη από την αντίστοιχη υποχρεωτικότητα της προσχολικής αγωγής: στην ουσία η υποχρεωτικότητα θα υποστηριχθεί αρχικά από προγράμματα ΕΠΕΑΕΚ (ολοήμερα, Διά Βίου Μάθηση: πρώιμη παρέμβαση και επαγγελματική κατάρτιση), τα οποία, μετά τη λήξη τους, θα αντικατασταθούν από το επιχειρηματικό κεφάλαιο, που θα αναλάβει να διεκπεραιώσει την υποχρεωτικότητα για δικό του όφελος. Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλει η περαιτέρω υποβάθμιση των υπαρχόντων κρατικών δομών και μεθόδων ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης, η ελλιπέστατη υποδομή σε δημόσιο κτιριακό και άλλο εξοπλισμό, εξειδικευμένο προσωπικό, εκπαιδευτικούς και ειδικούς εκπαιδευτικούς, η πρόχειρη και, εν τέλει, αντιεπιστημονική προσέγγιση του ζητήματος της ειδικής αγωγής, χωρίς ομαδοποίηση των αναπηριών και των ιδιαίτερων πρακτικών και εκπαιδευτικών αναγκών που προϋποθέτουν ανά κατηγορία.
 Η μετονομασία της «ειδικής αγωγής» σε «ειδική αγωγή και εκπαίδευση» (Άρθρο 1 – Έννοιες-σκοπός) αφήνει υπόνοιες για την περαιτέρω υποβάθμιση της ειδικής αγωγής, η οποία είναι δαπανηρή για το κράτος, λόγω ειδικών απαιτήσεων σε υποδομές, εξοπλισμό και ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό. Παράλληλα, όπως επεξηγείται στην Αιτιολογική Έκθεση, ο όρος  «εκπαίδευση» σηματοδοτεί την επαφή του ατόμου με αναπηρία με διάφορες «δεξιότητες» (βασικές, κοινωνικές, μαθησιακές και επαγγελματικές) που αφήνουν ανοιχτό το πεδίο με διάφορους τύπους ψευτοκαταρτίσεων. Διαφαίνεται, έτσι, ότι πραγματικός στόχος του νόμου είναι να διαμορφωθεί ένα νέο πεδίο κερδοφορίας στο χώρο της Ε.Α., να προχωρήσει πιο μεθοδικά η εμπορευματοποίηση και η εξάπλωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας που λυμαίνεται το χώρο. Επίσης, φαίνεται ότι στόχος είναι να αξιοποιηθούν τα κοινοτικά προγράμματα για την αναδιάρθρωση της ΕΑ και, μετά το πέρας τους, το κόστος της υποχρεωτικότητας να επιβαρύνει εξολοκλήρου τους γονείς των ΑμΕΑ.
Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι ο νόμος έγινε προκειμένου, μετά το πέρας της κοινοτικής χρηματοδότησης, να δρομολογηθούν εξελίξεις παρέμβασης ιδιωτών.
Είναι γεγονός ότι ο υψηλός δείκτης διαρροής από το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλεται σε ένα ποσοστό και στα άτομα με αναπηρίες, τα οποία αδυνατούν να παρακολουθήσουν το σχολείο, το γενικό ή το ειδικό, αφού δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική μέριμνα και οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να παραμείνουν και να ολοκληρώσουν ακόμα και το εννιάχρονο σχολείο, που με το νόμο γίνεται (κατ’ όνομα) υποχρεωτικός.
Η πραγματικότητα αυτή, ωστόσο, δεν αντιμετωπίζεται με μια απλή διακήρυξη της υποχρεωτικότητας, αλλά απαιτεί κατ’ αρχήν, μια φιλολαϊκή πολιτική που δε θα ανοίγει το δρόμο στην ιδιωτικοποίηση της ΕΑ προς όφελος του κεφαλαίου και των επιχειρήσεων, αλλά θα εξασφαλίζει ίσα δικαιώματα πρόσβασης όλων των ανθρώπων στη μόρφωση, στη δουλειά, στον πολιτισμό. Μια πολιτική που θα έχει ως προτεραιότητα την εξασφάλιση δημόσιων και δωρεάν υποδομών, εξοπλισμού, ειδικών προγραμμάτων, εκπαιδευτικού και ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού, τη γενναία αύξηση των κονδυλίων για την Ειδική Αγωγή, την κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας στο χώρο. Η επίκληση για «αύξηση της συμμετοχής των ΑμΕΑ κυρίως στην προσχολική εκπαίδευση» (ΕΠ 2007-2013), μέσα από τα διάφορα προγράμματα «πρώιμης παρέμβασης», τη στιγμή που η προσχολική αγωγή ήδη έχει ιδιωτικοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό.
Η «ένταξη» ή «ενσωμάτωση» προπαγανδίζεται ως πανάκεια για το σοβαρό μορφωτικό, εργασιακό και κοινωνικό πρόβλημα περιθωριοποίησης των ατόμων με ειδικές ανάγκες, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί όχημα κατηγοριοποίησης αυτών των παιδιών, προωθώντας το μοντέλο: τα παιδιά από φτωχότερες, λαϊκές οικογένειες να πηγαίνουν στην «κανονική» εκπαίδευση ή στα δημόσια υποβαθμισμένα ειδικά σχολεία και να υποτάσσονται στη…μοίρα τους και τα παιδιά από πιο ευνοημένες οικονομικά οικογένειες να στρέφονται στα ιδιαίτερα και στα ιδιωτικά αντίστοιχα ιδρύματα ειδικής αγωγής. Αυτή η πολιτική της «ένταξης» αποτελεί έναν εύσχημο τρόπο παραπέρα περιθωριοποίησης των παιδιών με ειδικές ανάγκες, καταργώντας με οικονομικά κριτήρια την όποια παιδαγωγική θεωρία και πράξη για την Ειδική Αγωγή. Η ένταξη από μόνη της είναι σε πολύ αντιδραστική κατεύθυνση, όταν δε συνδυάζεται με το ζήτημα του επιπέδου και του σκοπού του γενικού ή του ειδικού σχολείου, της πραγματικής σήμερα ανάγκης για δημόσιο, δωρεάν, ενιαίο, βασικό, υποχρεωτικό, δωδεκάχρονο (δωδεκατάξιο για την ΕΑ) σχολείο. Τη στιγμή που τόσο τα γενικά, όσο και τα δημόσια ειδικά σχολεία σήμερα είναι υποβαθμισμένα, το αποτέλεσμα είναι να διαιωνίζουν και να διογκώνουν τα μορφωτικά και κοινωνικά προβλήματα των ΑμΕΑ, είτε αυτά εντάσσονται στο γενικό εκπαιδευτικό σύστημα, είτε στις ΣΜΕΑΕ. Το βάρος επομένως σε μια πολιτική που στόχο θα είχε την ουσιαστική μορφωτική, κοινωνική και εργασιακή αναβάθμιση των ατόμων με αναπηρίες, θα έπρεπε να πέφτει όχι στην ένταξη, αλλά στον ίδιο το χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος, γενικού ή ειδικού, που θα υποδεχτεί, θα φροντίσει και θα εκπαιδεύσει αυτά τα παιδιά.
Η σχεδόν καθολική μετατροπή των ειδικών σχολείων σε ολοήμερα, είναι άλλη μια πτυχή του προβλήματος. Όπως συμβαίνει και με τα κοινά ολοήμερα, έτσι και στα ειδικά τα άτομα με αναπηρία εξαναγκάζονται να περνούν όλη τη μέρα τους σε «παιδοφυλακτήρια». Καμία ουσιαστική σύνδεση δεν υπάρχει μεταξύ των επιπλέον ωρών του ολοήμερου και του πρωινού προγράμματος. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και τα ΤΕ, τα οποία προστίθενται στο κανονικό ωράριο του γενικού σχολείου. Ο μαθητής με ειδικές ανάγκες παρακολουθεί το πρόγραμμα του γενικού σχολείου μόνο με τη φυσική του παρουσία στο μάθημα, αφού δυσκολεύεται να συμμετέχει ουσιαστικά, είτε πρόκειται για τυφλό ή κωφό. Το πραγματικό μάθημα ξεκινά μετά το εξάωρο του γενικού σχολείου, τις ώρες που το παιδί θα έπρεπε να ξεκουράζεται, να κάνει παρέες, να ψυχαγωγείται.
Ενδεικτικό της κατάστασης υποτίμησης και της αντιδραστικής πολιτικής κατεύθυνσης που υλοποιείται είναι επιπλέον το γεγονός ότι στα Προγράμματα Σπουδών των Ειδικών Σχολείων η Φυσική Αγωγή για παράδειγμα, μάθημα ζωτικής σημασίας για τα άτομα με αναπηρία, είναι ωριαία ή δίωρη, ενώ ο ΣΕΠ διδάσκεται τις ίδιες με τη Γυμναστική ώρες, εμπαίζοντας και τα ΑμΕΑ με τη λογική ότι δε βρίσκουν δουλειά, επειδή δεν προσανατολίζονται επαγγελματικά σωστά!
Είναι πραγματικός εμπαιγμός για τα ΑμΕΑ να παρουσιάζεται ως μέριμνα και πρόνοια για την Ειδική Αγωγή η περαιτέρω υποβάθμιση των ΚΔΑΥ (ή ΚΕΔΔΥ, όπως θα αποκαλούνται πλέον). Το γεγονός ότι όλες οι λειτουργίες συγκεντρώνονται στα ΚΕΔΔΥ (ακόμα και η ίδρυση, κατάργηση ή συγχώνευση ΣΜΕΑΕ) κάθε άλλο παρά αναβαθμίζει το ρόλο τους, αντίθετα τα καθιστά μηχανισμούς προώθησης της αντιδραστικής πολιτικής και στην ΕΑ, αφού δεν υπάρχει η παραμικρή πρόβλεψη για συντονισμό τους με τις εκπαιδευτικές και προνοιακές δομές (στην Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Θεσμοθετείται η συνεργασία των ΚΕΔΔΥ  με τις υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας…όπου κρίνεται απαραίτητο!). Ο ρόλος τους παραμένει η απλή διάγνωση του προβλήματος, και αυτή συνήθως χρονικά καθυστερημένη, ή η διοργάνωση ενημερωτικών ημερίδων μία φορά ετησίως(!) για τους γονείς…
Η υποστηρικτική παρέμβαση των ΚΕΔΔΥ, όπως προβλέπεται από το νόμο, αγνοεί συνειδητά τον ελλιπέστατο αριθμό τους για να καλύψουν το πλήθος και τις ανάγκες των ΑμΕΑ, την έλλειψη κατάλληλου αριθμού προσωπικού και υποδομής, το γεγονός ότι λειτουργούν και θα εξακολουθήσουν ακόμα περισσότερο να λειτουργούν με αναπληρωτές και περιφερόμενους εξειδικευμένους υπαλλήλους, οι οποίοι αντικειμενικά δεν μπορούν να ολοκληρώσουν το έργο τους, πόσο μάλλον να αναλάβουν και παραπέρα αρμοδιότητες, όπως τα εξατομικευμένα προγράμματα διδακτικής υποστήριξης και βοηθήματα εκπαίδευσης και αγωγής…

Το φιλοσοφικό πλαίσιο του νόμου για την ΕΑ
Το φιλοσοφικό πλαίσιο με το οποίο επενδύεται η ιδιωτικοποίηση της ΕΑ και η συνολική αποδιάρθρωση των όποιων δημόσιων δομών έχει σήμερα, προωθήθηκε με γνώμονα τις κατευθύνσεις «επιστημονικών» συνεδρίων της Ε.Ε. που, στη χώρα μας, οργανώθηκαν και στηρίχθηκαν κυρίως από τον ΠΕΣΕΑ (π.χ. 5ο Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο ΕΑ), τα Παιδαγωγικά Τμήματα και διάφορες ΜΚΟ και επιτροπές.  Προπαγανδίστηκε έτσι, μέσα από πολύπλοκες και ασαφείς επιστημονικά έννοιες, το αποκαλούμενο ως αγγλοσαξωνικό «παιδαγωκεντρικό μοντέλο», σαν φόρμα για να δρομολογηθεί η σταδιακή κατάργηση και των τελευταίων «ιχνών» δημόσιας και δωρεάν Ειδικής Αγωγής.
Το μοντέλο αυτό που υποτίθεται ότι υιοθετείται με το παρόν νόμο, κινείται στο πνεύμα των δύο προηγούμενων νόμων του ΠΑΣΟΚ και υποτιμά επιδεικτικά το σκέλος της αγωγής και πρόνοιας, το οποίο είναι απαραίτητο και συνακόλουθο της ειδικής εκπαίδευσης, τόσο για άτομα με «ελαφρύτερες» αναπηρίες, όπως οι μαθησιακές δυσκολίες, όσο και για άτομα με βαριές και πολλαπλές αναπηρίες.
Στη βάση αυτή, η μέχρι σήμερα εμπειρία και το παρόν νόμο δείχνουν ότι επιχειρείται μια χονδροειδής κατηγοριοποίηση των μαθητών με ειδικές ανάγκες σε βαριές και ελαφρύτερες περιπτώσεις, ένα δίπολο που απαντά σε δύο πρακτικές, οι οποίες και γενικεύονται: α) το προνοιακό-ιατροκεντρικό μοντέλο, από το οποίο απουσιάζει το σκέλος της εκπαίδευσης και αναφέρεται στις βαριές περιπτώσεις και β) το μοντέλο της ένταξης ή «παιδαγωκεντρικό», με βάση το οποίο όλες οι υπόλοιπες -πλην των «βαριών»- περιπτώσεις, θα εντάσσονται στο γενικό εκπαιδευτικό σύστημα, όπου, με το ιδεολογικό πρόσχημα του ρατσισμού και της ιατροποίησης, θα στερούνται, στην ουσία, ειδικής αγωγής.
Αυτή η ισοπεδωτική και χονδροειδής διπολική κατάταξη «απαλλάσσει» ουσιαστικά την κυβέρνηση από την υποχρέωση να ασχοληθεί επιστημονικά με κάθε κατηγορία προβλήματος, να εξειδικεύσει την προσέγγιση, την αγωγή και την εκπαίδευση ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε κατηγορίας. Παγιώνει νομοθετικά, στην ουσία, δύο δομές, οι οποίες στην πραγματικότητα υπάρχουν και σήμερα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και είναι και οι δύο πολύ υποβαθμισμένες: τα ειδικά σχολεία-ιδρύματα, αφενός, όπου θα «πετιούνται» τα παιδιά με βαριά νοσήματα (βαριές περιπτώσεις νοητικής στέρησης, αυτισμού, πολλαπλές αναπηρίες) και καμιά μέριμνα για αυτά δε θα υπάρχει να μορφωθούν, να καλλιεργήσουν τις δυνατότητές τους, να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τη δικιά τους και των γονιών τους.
Αφετέρου, τα γενικά σχολεία – φυλακτήρια, όπου τα ΑμΕΑ με ελαφρύτερες αναπηρίες θα περνούν απλά το χρόνο τους και, μέσω της ένταξης σε μια κατ’ επίφαση ειδική εκπαίδευση, θα μετριάζουν πλασματικά τη βέβαιη μορφωτική, κοινωνική και εργασιακή περιθωριοποίησή τους. Και όλα αυτά βέβαια θα αφορούν τη μεγάλη μάζα των ΑμΕΑ από φτωχές λαϊκές οικογένειες, που εκ των πραγμάτων δε θα έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν κάποιο ιδιωτικό ειδικό σχολείο ή να κάνουν ιδιαίτερα με ειδικούς παιδαγωγούς, για να εξαγοράσουν το δικαίωμά τους να ζήσουν πιο ανθρώπινα, να έχουν πρόσβαση στη γνώση (την όποια γνώση μπορεί να παρέχεται σήμερα στο σχολείο), να αναζητήσουν μια δουλειά με άλλους όρους πέραν της εξαθλίωσης…
  Η εξατομίκευση ανά παιδί με αναπηρία θα έπρεπε οπωσδήποτε να έπεται μιας συγκεκριμένης ομαδοποίησης των δυσκολιών και αναπηριών από ειδικούς επιστήμονες, έτσι ώστε να συνταχθούν γενικές κατευθύνσεις αντιμετώπισης, από τις οποίες θα εξάγονται τα αντίστοιχα εκπαιδευτικά προγράμματα και η ιδιαίτερη και εξατομικευμένη αγωγή. Η συμπερίληψη στα άτομα με ειδικές ανάγκες των «χαρισματικών και ταλαντούχων παιδιών», των μαθητών δηλαδή που είναι ευνοημένοι από το κοινωνικό, οικονομικό και μορφωτικό τους περιβάλλον, αποδεικνύει την ισοπεδωτική αντιμετώπιση του νομοσχεδίου και αποτελεί προσβολή για τα παιδιά που πραγματικά χρήζουν ειδικής αγωγής και, άρα, εμπεριστατωμένης φροντίδας και εκπαίδευσης, με στόχο όχι τη διαχείριση ή τη διαπραγμάτευση της αντικειμενικής τους δυσκολίας, αλλά την αξιοποίηση στο έπακρο των μορφωτικών, κοινωνικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων τους.
Η αντιδραστική αυτή επιλογή, η οποία κινείται στα πλαίσια και στις πολιτικές κατευθύνσεις της Ε.Ε., είναι πιο σύνθετη από την απλή παρατήρηση ότι υπάρχει μνεία και για μια άλλη ειδική κοινωνική κατηγορία, αυτή των χαρισματικών-ταλαντούχων παιδιών. Στην ουσία, προωθεί τη λογική σύμφωνα με την οποία όλα τα παιδιά, για ειδικούς και υποκειμενικούς λόγους το καθένα, είναι από τη φύση τους «προνομιούχα» ή «προικισμένα» και άρα, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητές τους, πρέπει να τους δίνονται οι αντίστοιχες… ευκαιρίες. Αθωώνει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στο ιδεολογικό πεδίο και μέσα στην ίδια τη ζωή, την αντικατάσταση των δικαιωμάτων από τις «ευκαιρίες», αποσυνδέει δηλαδή τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες από την ευθύνη του κράτους να τις ικανοποιεί πολύπλευρα και δωρεάν και, αντίθετα, τις καθιστά διαπραγματεύσιμες με κριτήριο την ταξική προέλευση, τον ατομικό αγώνα και την…τύχη του κάθε παιδιού.  Επιπλέον, η αναφορά σε παιδιά με οριακές ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, χωρίς να διευκρινίζεται ο όρος «οριακές ανάγκες», επιτείνει το στοιχείο του «τσουβαλιάσματος» των ιδιαιτεροτήτων και καθιστά ακόμα και μαθησιακά προβλήματα που μπορεί να οφείλονται σε οικονομικο-κοινωνικές ή πολιτισμικές διαφορές (άλλη, εκτός της ελληνικής, μητρική γλώσσα) κριτήριο για να πεταχτούν παιδιά στον Καιάδα και να καταδικαστούν στην ημιμάθεια, να κατευθυνθούν στην υποβαθμισμένη επαγγελματική κατάρτιση ή να εγκαταλείψουν, τελικά, το σχολείο.

Ανακεφαλαιώνοντας…

Βασική προϋπόθεση για να ανταποκρίνεται το οποιοδήποτε νόμο για την Ειδική Αγωγή και ο όποιος προγραμματισμός στις πραγματικές ανάγκες των παιδιών με ειδικά προβλήματα είναι να βασίζονται: α) στην καθιέρωση της ειδικής αγωγής ως υποχρεωτικής και αποκλειστικά δημόσιας και δωρεάν β) στην αντικειμενική καταγραφή και ομαδοποίηση ανά ιδιαιτερότητα των περιπτώσεων και γ) σε εκτίμηση των αποτελεσμάτων της μέχρι σήμερα εκπαιδευτικής πολιτικής στον τομέα αυτό, σε άμεση συνάρτηση με την κοινωνική και κρατική μέριμνα και φροντίδα.
Σήμερα ο υπολογισμός του αριθμού των Ατόμων με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες γίνεται «κατ’ εκτίμηση» και σύμφωνα «με τα διεθνή δεδομένα». Ως πιο «πιθανό» ποσοστό παίρνεται αυτό του 10% του γενικού μαθητικού πληθυσμού. Έτσι, με βάση τα παραπάνω, μόνο στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Ειδικής Αγωγής χρήζουν περίπου 100.000 μαθητές, ενώ μαθησιακές δυσκολίες αντιμετωπίζουν περισσότεροι από 180.000 μαθητές. Σύμφωνα όμως με στοιχεία του ΥΠΕΠΘ, Ειδική Εκπαίδευση απολαμβάνουν μόνο 13.500 (στοιχεία 2002) παιδιά της ηλικίας του Δημοτικού Σχολείου. Στη δε δευτεροβάθμια εκπαίδευση τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα, αφού  τα  ειδικά σχολεία είναι σχεδόν ανύπαρκτα, ενώ τα τμήματα ένταξης ή τα ειδικά εργαστήρια είναι ελάχιστα και υπολειτουργούν με ανεπαρκέστατες υποδομές και προσωπικό.

Ο παρόν νόμος:
*                       Αποτελεί την επέκταση των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων στο χώρο της Ε.Α. π.χ.: με την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στην ανάγκη αποκλειστικά δημόσιας χρηματοδότησης, εξωθεί σε διεύρυνση του ανοίγματος της Δημόσιας Ειδικής Αγωγής στις ορέξεις των επιχειρήσεων και των διάφορων «φιλάνθρωπων» ιδιωτών (κάτι που γίνεται και στην υπόλοιπη δημόσια εκπαίδευση).
*                       Ενώ φραστικά κατοχυρώνει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της ειδικής αγωγής, δεν αναγνωρίζει την ανάγκη για αποκλειστικότητα της δημόσιας και δωρεάν ειδικής αγωγής και προσπερνά τον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα και τα κέντρα Ε.Α, που ανήκουν στις λεγόμενες μη κερδοσκοπικές οργανώσεις και σε συλλόγους γονέων και κηδεμόνων. 
*                       Δεν κάνει την ελάχιστη αναφορά στο σοβαρότατο ζήτημα του μεγάλου ποσοστού παιδιών που, ενώ χρήζουν Ειδικής Αγωγής, είτε είναι εκτός εκπαίδευσης είτε δε δέχονται την κατάλληλη εκπαίδευση, με βάση την ιδιαιτερότητα της αναπηρίας ή της μαθησιακής τους δυσκολίας. Για παράδειγμα, η διεύρυνση της ειδικής αγωγής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αντιμετωπίζεται μ’ έναν γραφειοκρατικό τρόπο, χωρίς να λαμβάνονται ουσιαστικά μέτρα για την υλοποίησή της. Επίσης, η ίδρυση ΣΜΕΑ έχει δυνητικό χαρακτήρα. Τα παραπάνω συνηγορούν στο να μην υπάρχει καμία πρόβλεψη ειδικής μέριμνας και μόρφωσης, ώστε και τα 180.000 παιδιά με αναπηρίες ή μαθησιακές δυσκολίες που σήμερα είναι εκτός ειδικής αγωγής να μπορούν να ενταχθούν στην κατάλληλη εκπαιδευτική μονάδα.
*                       Δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα της έγκαιρης παρέμβασης από τη βρεφική ηλικία και της συμβουλευτικής υποστήριξης όχι μόνο σε κάθε νομό αλλά και σε Δήμους και Κοινότητες. Αντίθετα διαιωνίζει την ανεπάρκεια και αδυναμία των παλιών ΚΔΑΥ (πλέον μετονομάζονται σε ΚΕΔΔΥ) να επιτελέσουν ολοκληρωμένα το ρόλο τους, πέρα από μια απλή διάγνωση, που κι αυτή γίνεται καθυστερημένα. Αν υπήρχε προσανατολισμός για την ενίσχυση των υπηρεσιών διάγνωσης - αξιολόγησης -παρέμβασης - υποστήριξης στην Ε.Α., θα λαμβάνονταν αντίστοιχα μέτρα για την επαρκή στελέχωσή τους από γιατρούς, σχολικούς ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και ειδικευμένο εκπαιδευτικό και άλλο προσωπικό. Θα προβλέπονταν, επίσης, μέτρα, ώστε τα ΚΕΔΔΥ να έχουν στενή συνεργασία με τα Κέντρα, ιδιαίτερα, Πρωτοβάθμιας Φροντίδας και τα Νοσοκομεία, να παρέχουν και συμβουλευτική υποστήριξη σε γονείς, καθώς και κοινωνική, ψυχολογική, ιατρική κ.ά., υποστήριξη στα ΑμΕΑ.
*                       Κρίσιμο ζήτημα είναι ότι δε διαφαίνεται καμιά προοπτική για τη λύση του μεγάλου ζητήματος της απογραφής των ΑΜΕΑ, που θα αποτελούσε την πρωταρχική βάση για έναν επιστημονικό σχεδιασμό αντιμετώπισης των προβλημάτων εκπαίδευσης και αγωγής τους.
*                       Πατάει στους προηγούμενους αντιδραστικούς νόμους (2817/2000, 3194/2003 κ.λπ.) και ανοίγει το δρόμο για περαιτέρω αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών και του προσωπικού.

Στόχοι πάλης

Στα πλαίσια αυτά, το εκπαιδευτικό κίνημα πρέπει να ‘χει συγκεκριμένο πλαίσιο δράσης, που να απαντά στις γενικές και ειδικές πλευρές της Ειδικής Αγωγής
1.              Καθιέρωση της ειδικής αγωγής ως υποχρεωτικής και αποκλειστικά δημόσιας και δωρεάν από την ηλικία των 3 χρόνων, με λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων, ώστε οι οικογένειες των Αμεα και των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες να μη χρειάζεται να καταβάλουν ούτε € για τη διάγνωση, αξιολόγηση, συμβουλευτική και  αντιμετώπιση των προβλημάτων των παιδιών τους.  Κατάργηση των κάθε είδους ιδιωτικών μονάδων ειδικής αγωγής, περίθαλψης και διαμονής και μετατροπή τους σε Δημόσιες, όπως εξάλλου προβλέπεται και από το ν. 1566/85, παύση της όποιας απόπειρας ιδιωτικοποίησης των υπαρχόντων κρατικών δομών.  Κατάργηση των «αστικών εταιρειών» που φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια με κοινοτική χρηματοδότηση στο χώρο της Επαγγελματικής  Κατάρτισης και της Ειδικής Αγωγής λειτουργώντας με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και υποκαθιστώντας με φτηνές και υποβαθμισμένες υπηρεσίες τις πραγματικές ανάγκες για δημόσια και υψηλής στάθμης ειδική αγωγή και επαγγελματική εκπαίδευση.
2.              Κατάργηση των νόμων 2817/2000 και 3194/2003 περί ειδικής αγωγής, που είναι κομμένοι και ραμμένοι στις αποφάσεις της Ε.Ε. για όπως – όπως ένταξη των μειονεκτούντων  παιδιών στα κοινά σχολεία και καταργούν με πολιτικά κριτήρια  την όποια παιδαγωγική θεωρία και πράξη για την ειδική αγωγή.
3.              Καταγραφή των ΑμΕΑ και των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, την οργάνωση κεντρικού κρατικού φορέα μελέτης-έρευνας των αναγκών, των ειδικών προβλημάτων, των μεθόδων και των μέσων αντιμετώπισης των διαφόρων ομάδων ΑμΕΑ και παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.
4.              Ομαδοποίηση των διαφόρων κατηγοριών προβλημάτων των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ως προς την παιδαγωγική τους αντιμετώπιση, ώστε να είναι με σαφήνεια οριοθετημένος ο κατάλληλος τρόπος για την εκπαίδευσή τους (είτε σε ειδικό σχολείο, είτε σε τμήμα ένταξης με  ειδικό πρόγραμμα ανάλογα με τη μορφή της μαθησιακής δυσκολίας, είτε σε κοινή τάξη με δεύτερο ειδικευμένο εκπαιδευτικό, είτε σε εργαστήριο κλπ.). 
5.              Θεσμοθέτηση (με την μια ή άλλη επωνυμία) Κέντρων έγκυρης διεπιστημονικής διάγνωσης-αξιολόγησης, πρόληψης και έγκαιρης παρέμβασης από τη βρεφική ηλικία και συμβουλευτικής υποστήριξης σε κάθε Δήμο, δημοτικό διαμέρισμα και Κοινότητα. Τα Κέντρα αυτά θα πρέπει να στελεχωθούν με τον απαιτούμενο αριθμό σχολικών ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών, σχολιάτρων και γιατρών όλων των αναγκαίων ειδικοτήτων καθώς  και ειδικευμένο εκπαιδευτικό και άλλο βοηθητικό προσωπικό, με σταθερή σχέση εργασίας και πλήρη μισθολογικά και εργασιακά δικαιώματα. Να έχουν στενή συνεργασία με τα σχολεία, τα Κέντρα Υγείας και τα Νοσοκομεία ώστε να εξασφαλίζονται οι όροι πρόληψης και αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης των προβλημάτων. Να οργανώνουν ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα (τάξεις ένταξης) για τις διάφορες κατηγορίες παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο επίπεδο του Δήμου.  Να παρέχουν ταυτόχρονα και συμβουλευτική υποστήριξη στους εκπαιδευτικούς των κοινών σχολείων, στους γονείς, καθώς και κοινωνική, ψυχολογική, ιατρική κ.ά., υποστήριξη σε όλα τα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.
6.              Καθιέρωση δίχρονης υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής, στην οποία, με κατάλληλη στήριξη, μπορεί να ενταχθεί το μεγαλύτερο μέρος των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Θεσμοθέτηση παράλληλα δίχρονης ειδικής προσχολικής αγωγής, αποκλειστικά δημόσιων και δωρεάν, που θα παρέχει  επιστημονικά οργανωμένη φροντίδα και αγωγή σε νήπια με πιο σοβαρές αναπηρίες.
7.              Καθιέρωση  Ενιαίου 12/χρονου Δημόσιου & Δωρεάν Βασικού Υποχρεωτικού Σχολείου, που η πλειοψηφία των Ατόμων με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες (μαθησιακές δυσκολίες, δυσλεξία κ.λπ.) με τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι σε θέση να το ολοκληρώσει. Πρόβλεψη για δημόσια και δωρεάν βοήθεια κατά τους καλοκαιρινούς μήνες για τους μετεξεταστέους μαθητές με ειδικές ανάγκες, ώστε να μπορούν να καλύψουν τα κενά και να περάσουν την τάξη, Πρόσληψη εξειδικευμένου εκπαιδευτικού ειδικής αγωγής σε κάθε σχολείο και σχολικού ψυχολόγου σε κάθε γραφείο εκπαίδευσης, με σκοπό να διαγιγνώσκουν ανάγκες, να εξομαλύνουν δυσκολίες εκπαιδευτικών και γονιών, να καταρτίζουν εξατομικευμένα εκπαιδευτικά προγράμματα, με την υποστήριξη πάντα των ΚΕΔΔΥ, των οποίων το έργο μπορεί με αυτόν τον τρόπο να επιτελείται πιο ολοκληρωμένα και ουσιαστικά.
8.              Καθιέρωση ενιαίου 12χρονου Δημόσιου και Δωρεάν Βασικού Υποχρεωτικού Σχολείου για τυφλούς, κωφούς και βαριά κινητικά ανάπηρους, σχολείο που θα παίρνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε αναπηρίας ή πάθησης και δε θα στοιβάζουν στην ίδια τάξη παιδιά με ανόμοια προβλήματα και διαφορετικές εκπαιδευτικές ανάγκες (π.χ. ειδικό δωδεκάχρονο σχολείο για τυφλούς, που θα συντονίζει τις δραστηριότητές του με τα κοινά σχολεία της περιοχής ή και θα συστεγάζεται). Τα σχολεία αυτά έχουν στόχο τη γενική εκπαίδευση και την ειδική αγωγή των μαθητών, την ολόπλευρη καλλιέργεια των ικανοτήτων και της προσωπικότητάς τους για να μπορούν αυτόνομα να διαβιώνουν και να αντιμετωπίζουν με αυτοπεποίθηση τη ζωή. Γι’ αυτό, με τη διημερήσια λειτουργία τους θα πρέπει να οργανώνουν και την κοινωνική ζωή των μαθητών μέσα από τη συνεργασία, τη συναναστροφή και την επικοινωνία με τα παιδιά του κοινού σχολείου, έτσι ώστε να συνδιοργανώνουν και να συμμετέχουν από κοινού σε συλλογικές δραστηριότητες (καλλιτεχνικές, μορφωτικές, αθλητικές, ψυχαγωγικές, κοινωνικές εκδηλώσεις) για να ενισχύεται η αλληλοαποδοχή και να διευρύνεται το πεδίο και η δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής τους στην κοινωνική και εργασιακή ζωή. Παράλληλα να εξασφαλίζεται, η σύγχρονη κατασκευή των σχολείων αυτών, το πλούσιο εποπτικό υλικό, ο εξοπλισμός και η επάρκεια των υποδομών τους (κατάλληλοι χώροι άθλησης, χώροι εκπαίδευσης στην κινητικότητα και στις καθημερινές δεξιότητες, εστιατόρια, εργαστήρια, αίθουσες εκδηλώσεων κλπ.), η στελέχωση με το απαραίτητο επιστημονικό-βοηθητικό προσωπικό, η δωρεάν μεταφορά των μαθητών σε αυτά. 
9.              Ειδική εκπαιδευτική μέριμνα για παιδιά με βαριές αναπηρίες (νοητική στέρηση, αυτισμό, πολλαπλές αναπηρίες κ.α.) που δεν έχουν τη δυνατότητα ολοκλήρωσης της βασικής εκπαίδευσης, με τη δημιουργία κέντρων αγωγής, εκπαίδευσης και δημιουργικής απασχόλησης και διημέρευσης. Βασικός προσανατολισμός των σχολείων αυτών θα είναι η κατάκτηση της αυτοεξυπηρέτησης και της αυτόνομης διαβίωσης, καθώς και η παροχή επαγγελματικής εκπαίδευσης και θα ολοκληρώνονται, με αλληλοσύνδεση πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε 16 χρόνια.
10.           Οργάνωση ειδικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων (τάξεων ένταξης) που να καλύπτουν όλες τις μορφές μαθησιακών  δυσκολιών σε όλα τα πολυθέσια σχολεία σε επίπεδο δήμου, δημοτικού διαμερίσματος ή κοινότητας, στελεχωμένων με ειδικευμένο προσωπικό.
11.           Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση, Δημόσια και Δωρεάν, με τις απαραίτητες ρυθμίσεις σχετικά με τη φοίτηση, τροποποίηση διδασκαλίας και αξιολόγησης ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες που μπορούν να παρακολουθήσουν τη βαθμίδα αυτή. Προσαρμογή του τρόπου εξέτασης στις ανάγκες των ΑμΕΑ, διευκολύνσεις με ειδικό εξοπλισμό, υποδομές, προσαρμοσμένα συγγράμματα και ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό.
12.           Ίδρυση σχολών «μεταλυκειακής» Ειδικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης με προγράμματα- για όσα παιδιά δεν μπορούν να φοιτήσουν σε κοινές επαγγελματικές σχολές- που να στοχεύουν στην αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων των ΑμΕΑ.
13.           Άμεση εξασφάλιση του αναγκαίου ειδικευμένου εκπαιδευτικού προσωπικού με την  ίδρυση  νέων τμημάτων Ειδικής Αγωγής και ένταξη των υπαρχόντων στο πλαίσιο Ενιαίων Παιδαγωγικών Σχολών που πρέπει να δημιουργηθούν στα ΑΕΙ για την ενιαία και ολοκληρωμένη  εκπαίδευση των εκπαιδευτικών μέσα από τμήματα διαφόρων ειδικοτήτων. Θεσμοθέτηση της περιοδικής επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης του διδακτικού-επιστημονικού και βοηθητικού προσωπικού σε θέματα Ειδικής Αγωγής, σε πανεπιστημιακό επίπεδο.
14.           Γενναία αύξηση των κρατικών δαπανών για Δημόσια Ειδική Αγωγή και για Επαγγελματική μόρφωση μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα είτε μέσα από «μεταλυκειακές» Επαγγελματικές Σχολές, για την πλειοψηφία των παιδιών που μπορούν να ολοκληρώσουν δωδεκάχρονο σχολείο, είτε Ειδικές επαγγελματικές σχολές για Άτομα με σοβαρές αναπηρίες που είναι όμως ικανά να μάθουν κάποια εργασία και να διεκδικήσουν επάξια την επαγγελματική τους αποκατάσταση.
15.           Για την ειδική αγωγή είναι ακόμα πιο έκδηλη η ανάγκη όλο το προσωπικό να τοποθετείται με μόνιμη σχέση εργασίας. Η πρόσληψη του ειδικού προσωπικού και του προσωπικού φροντίδας θα πρέπει να γίνεται μέσα από τη σύσταση κεντρικής επετηρίδας, με κριτήριο τα χρόνια από τη λήψη του πτυχίου και την αποδεδειγμένη εμπειρία τους.
16.           Άμεση πρόσληψη όλων των ΑμΕΑ αμέσως μετά την αποφοίτησή τους από το δωδεκάχρονο σχολείο, την επαγγελματική ή την ανώτατη εκπαίδευση. Ειδικά για τους νέους με νοητική υστέρηση, αυτισμό, ψυχικές παθήσεις, πολλαπλές αναπηρίες κλπ. ίδρυση δημόσιου δικτύου προστατευμένων παραγωγικών εργαστηρίων, με εγγυημένα τα εργασιακά δικαιώματα όλων των εργαζομένων, αναπήρων και μη. Εργαστηρίων που θα λειτουργούν με κοινωνικό έλεγχο και θα είναι εγγυημένη 100% η απορρόφηση των προϊόντων τους με ευθύνη του κράτους, ώστε να μπορούν να καταργηθούν  τα άθλια υποκατάστατα επαγγελματικής εκπαίδευσης τύπου ΕΕΕΚ. 
17.           Μέτρα για τη στήριξη των αναπήρων μαθητών, φοιτητών – σπουδαστών. Δωρεάν παροχή συγγραμμάτων στη γραφή Braille, ή σε μεγέθυνση για αυτούς με μερική όραση,   δωρεάν παροχή ειδικών τεχνικών βοηθημάτων,  προσβάσιμα σχολεία, ΑΕΙ-ΤΕΙ, με ότι αυτό συνεπάγεται στους χώρους, τις βιβλιοθήκες, στα συστήματα πληροφορικής.  Πλήρες δίκτυο υπηρεσιών διερμηνείας για τους κωφούς φοιτητές και σπουδαστές, σε όλα τα ΤΕΙ, και ΑΕΙ.

Χίος, 22/1/2013

Ενημερωτικό δελτίο Νο 7 - 22 Γενάρη 2013

Θέμα 1: Διαμαρτυρία για τη μη διδασκαλία της Β’ Γλώσσας (Γερμανικά)

    Το Δ.Σ. απέστειλε στις 22/1/2012 στο Υπουργείο Παιδείας και κοινοποίησε στην ΠΔΕ Β. Αιγαίου, στη Δ/νση Π.Ε. Χίου και στη Δ.Ο.Ε. το παρακάτω έγγραφο διαμαρτυρίας:

Θέμα: Α. Άμεσος διορισμός εκπαιδευτικών Γερμανικής γλώσσας και διδασκαλία Γερμανικής γλώσσας στους μαθητές, Β. Αποστολή εγγράφου διαμαρτυρίας αιρετών ΠΥΣΠΕ Χίου.

    Το Δ.Σ. του συλλόγου Δασκάλων – Νηπιαγωγών Χίου διαμαρτύρεται έντονα για τη βάρβαρη, αντιεκπαιδευτική πολιτική της συγκυβέρνσης εις βάρος εκατοντάδων συναδέλφων εκπαιδευτικών της Γερμανικής γλώσσας και χιλιάδων οικογενειών των οποίων θίγονται τα εργασιακά και γνωστικά δικαιώματά τους.
    Απαιτεί τον άμεσο διορισμό εκπαιδευτικών και τη διδασκαλία της Γερμανικής γλώσσας στα παιδιά που την έχουν επιλέξει.
    Για τον ίδιο σκοπό, επισυνάπτεται και το έγγραφο της Ανακοίνωσης – Καταγγελίας των αιρετών του ΠΥΣΠΕ Χίου:


Ανακοίνωση - Καταγγελία των αιρετών του ΠΥΣΠΕ Χίου
Χίος, 17/1/2013
Ως Αιρετοί του ΠΥΣΠΕ Χίου μετά την Υπουργική απόφαση που αφορά προσλήψεις ωρομισθίων εκπαιδευτικών για το διδακτικό αντικείμενο της Β’ ξένης γλώσσας (Γερμανικά), καταγγέλουμε το Υπουργείο Παιδείας για έλλειψη ευαισθησίας και υπευθυνότητας στην αντιμετώπιση του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού θέματος γιατί με βάση τις πραγματικές ανάγκες του νομού μας, χρειαζόμασταν 44 εκπαιδευτικές ώρες, από τις οποίες καλύφθηκαν μόνο οι 10 και μένουν ακάλυπτες άλλες 34 ώρες Γερμανικής γλώσσας. Η διάθεση των συγκεκριμένων ωρών δεν αρκεί ούτε καν για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών των τμημάτων της ΣΤ’ Δημοτικού του νομού, ενώ παράλληλα καθίσταται σαφές ότι οι μαθητές της Ε’ Δημοτικού χάνουν ανεπιστρεπτί το αναφαίρετο δικαίωμά τους να διδαχθούν την Γερμανική γλώσσα.
Αναρωτιέται κανείς ποιος και με ποια κριτήρια μπορεί να εμπαίζει και να ξεχωρίζει τους μαθητές σε δύο κατηγορίες; Αυτούς που τελικά θα είναι οι «τυχεροί» και μετά από τέσσερις μήνες θα διδαχθούν Γερμανικά και σε αυτούς που δεν θα διδαχθούν ΚΑΘΟΛΟΥ και θα είναι οι «άτυχοι»!!!
Η αγανάκτηση των γονέων που τα παιδιά τους επέλεξαν τα Γερμανικά σαν Β’ ξένη γλώσσα, οι διαμαρτυρίες των συναδέλφων εκπαιδευτικών της Γερμανικής γλώσσας καθώς και των Διευθυντών των σχολικών μονάδων που είναι «άτυχες» λόγω έλλειψης εκπαιδευτικού προσωπικού, είναι απόλυτα δικαιολογημένες.
Έχουμε ξεπεράσει το 1/3 της σχολικής χρονιά κα το Υπουργείο αντί να καλύψει τα κενά, ως όφειλε, με εκπαιδευτικό προσωπικό, δημιουργεί μαθητές δύο ταχυτήτων με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη διαδικασία της μάθησης. Οι επανειλημμένες προσπάθειες της Διιεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Χίου να καλυφθούν οι απαιτούμενες ώρες δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, παρά το γεγονός ότι το Υπουργείο Παιδείας όφειλε να ικανοποιήσει το δικαίωμα των μαθητών στην επιλογή της Β’ ξένης γλώσσας.
Καλούμε το Υπουργείο Παιδείας να δώσει σύντομα μια απάντηση, καθώς και λύση σε ό,τι προαναφέρθηκα και να ικανοποιήσει άμεσα τις ανάγκες σε εκπαιδευτικό προσωπικό του νομού μας.
Οι αιρετοί του ΠΥΣΠΕ Χίου
Μ. Κεραμιδάς
Α. Γκιούλης

 
Θέμα 2: Εκδήλωση Τριών Ιεραρχών

    Επισυνάπτεται σε αρχείο pdf η πρόσκληση για την εκδήλωση των Τριών Ιεραρχών.


Θέμα 3: Ενημέρωση Δ.Σ. για παιδιά συναδέλφων – επιτυχόντες 2012 σε ΑΕΙ – ΤΕΙ

    Το Δ.Σ. του συλλόγου μας, προκειμένου να τιμήσει τα παιδιά των συναδέλφων στην εκδήλωση των Τριών Ιεραρχών, που πέρασαν φέτος στα ΑΕΙ – ΤΕΙ, παρακαλεί να ενημερώσουν οι συνάδελφοι τηλεφωνικά ή ηλεκτρονικά το Δ.Σ. του συλλόγου.

Ενημερωτικό δελτίο Νο 6 - 21 Γενάρη 2013


Θέμα: Συγκέντρωση στοιχείων από τα Δημοτικά σχολεία και Νηπιαγωγεία του νομού.

Παρακαλούνται οι Δ/ντές και οι Προιστάμενοι σχολείων και νηπιαγωγείων να ενημερώσουν γραπτά ή με mail  το σύλλογό μας ως:
α) προς τις ανάγκες των λειτουργικών δαπανών τους,
β) προς τις ανάγκες για τη θέρμανση των κτηρίων τους και
γ) τις γενικότερες κτηριακές τους ανάγκες,
 έτσι ο σύλλογος να έχει εικόνα της συνολικής κατάστασης , για να μπορεί με συγκεκριμένα στοιχεία στα χέρια του να διεκδικεί όχι μόνο συνολικά , αλλά και για το κάθε σχολείο ό,τι μπορεί.
Επίσης για τη δικαιώτερη κατανομή των κονδυλίων για τη θέρμανση παρακαλούμε να συμπληρωθεί ο παρακάτω πίνακας που παραμετροποιεί τις ενεργειακές ανάγκες του κτηρίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα δημιουργηθεί μια βάση δεδομένων στο σύλλογο που θα μπορεί να αξιοποιεί το εκάστοτε Δ.Σ. και δια του εκπροσώπου του συλλόγου στη ΔΕΠ, προς όφελος όλων μας.
Επίσης κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούμε να έχουμε ένα γενικότερο μπούσουλα για το ποια πρόοδος σημειώνεται ως προς την ικανοποίηση των αναγκών μας.